- πράττεις
- πρά̱ττεις , πράσσωpass throughpres ind act 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ούκουν — οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α) επίρρ. 1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ ἐν Ἄργει γ οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.) 2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ… … Dictionary of Greek
πτωχεύω — ΝΜΑ [πτωχός] νεοελλ. κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω μσν. αρχ. είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί. β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος… … Dictionary of Greek
χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek